πυελογεννητικός

πυελογεννητικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύελο και στα γεννητικά όργανα τής γυναίκας ταυτόχρονα («πυελογεννητικός σωλήνας» — τα όργανα τής γυναίκας διά μέσου τών οποίων κατέρχεται το έμβρυο κατά τον τοκετό, δηλ. η κοιλότητα τής μήτρας, ο τράχηλος, ο κόλπος και το αιδοίο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυελογεννητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γεννητικά όργανα και τη λεκάνη της γυναίκας: Πυελογεννητικός σωλήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβρυοτομία — Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”